- εχέγγυος
- -ο (ΑΜ ἐχέγγυος, -ον)1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — επειδή πίστεψαν στην ποινή τού θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων, Θουκ.)2. το ουδ. ως ουσ. το εχέγγυο(ν)αυτό που παρέχεται ως εγγύηση, που θεωρείται ως ασφάλεια («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)αρχ.1. αρκετά ισχυρός στο να... («οὐκ ὤν ἐχέγγυος ἐνεγκεῑν», Πλούτ.)2. αυτός που έχει τη βεβαίωση ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, που είναι υπό την εγγύηση, υπό την προστασία κάποιου.επίρρ...ἐχεγγύως (Α)με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε-* (< έχω I) + εγγύη].
Dictionary of Greek. 2013.